Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2020

Α ΤΙ ΟΔΥΝΗΡΗ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ Η ΟΜΟΡΦΙΑ, ΤΙ ΑΓΡΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Η ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑ

 Περπάτησα ως εκεί που το σκοτάδι   Πυκνό απ’ τα φώτα του γυρνάει σε σκοτάδι

Δεν ξέρω πού ήταν πού περπάτησα

Ο γνώριμος μεγάλος φόβος η εφηβεία μου   Κρατάει ένα ανελέητο μαχαίρι

Χτυπάει πρώτα εμένα κι έπειτα   Χτυπάει και σφάζει αλόγιστα γυρνάει τα μέσα έξω

Χύνοντας τα εντόσθια των πραγμάτων καταγής

Ξεσκίζοντας τη σάρκα των ψυχών σας παίζοντας.

 

Πού είσαι εσύ ποιος είσαι εσύ δεν ξέρω πού περπάτησα

Άγνωστοι δρόμοι ελικοειδείς αιθέρια τούνελ   Όλα εκεί αιωρούνται στο στερέωμα

Κόσμοι επάλληλοι ανοίγουνε τα πέταλά τους τρέμοντας

Άγγελοι μ’ αλεξίπτωτο άνωθεν καταβαίνουν.

 

(Α τι οδυνηρή ευφροσύνη η ομορφιά   Τι άγρια τραγωδία η τελειότητα).

 

Μια βόμβα φως εκρήγνυται στο άπειρο.

 

Πετάγομαι απ’ τον ύπνο μου   Τινάζοντας στον τοίχο τα όνειρά μου

Και να με μέσα σ’ άλλον ύπνο πιο βαθύ

Έχοντας πια ξεχάσει τα όνειρά μου –ή τις αγάπες μου -

Κι επιθυμώντας μονάχα μια λέξη

Να βρω μια λέξη να χωθώ στον κόρφο της

Κατάκοπος απ’ την ζωηρή ακινησία του ταξιδιού

Σαν τους νεκρούς που περιμένουν να ξαναπεθάνουνε

Κάτω απ’ τη γαλήνια σκέπη του θεού που ελπίζουν.

 

Τι θέλω τέλος πάντων να συγκινηθώ τι με βαραίνει

Οι άλλοι κολυμπούν στο πέλαγος εγώ βουλιάζω

Κανείς δεν κολυμπάει όλοι βουλιάζουνε

Η βία ταρακουνάει τον πλανήτη μου σα χαλασμένο δόντι

Το χαλασμένο δόντι μου ταρακουνάει εμένα

Κι εγώ ταρακουνάω το δένδρο τ’ ουρανού, να πέσουν τ’ άστρα του.

 

Πού είσαι εσύ ποιος είσαι εσύ δεν ξέρω πού περπάτησα

Δεν ξέρω τίποτα και δε μαθαίνω τίποτα

Αν σ’ αγαπώ είναι γιατί δεν έχω τι να κάνω ή να σκεφτώ

Κι είναι γιατί δε θα σε ξαναδώ στα χρόνια που ’ρχονται

Ούτε στον χρόνο που ’ρχεται μετά τα χρόνια

Κι έτσι μπορώ να πω η ευτυχία μου είναι πλήρης

Όπως εξάλλου όλα στον κόσμο αυτό είναι πλήρη

Μια σταγόνα παραπάνω και ξεχείλισαν   Και θα χυθεί ο αφρός της τρέλας τους.

 

Καλά κοιμάμαι εδώ καλά ονειρεύομαι   Καλά γυρνάω στους δρόμους άγνωστος μ’ αγνώστους

Κι αν ήταν κάτι να μπορούσα να πιστέψω θα ’μουν άτρωτος

Να το λατρέψω ν’ αφοσιωθώ

Κι όχι ν’ ανεβοκατεβαίνω μάταια   Στα παγωμένα υπόγεια των αιώνων

Να στήσω μες την ησυχία αυτί στον βόμβο των πραγμάτων

Άχρηστα πράγματα χιμαιρικά παράλογα

Πριν έξι εφτά χιλιάδες χρόνια θα ’μουν άλογο   Να κλαίω στον λάκκο του κυρίου μου

Και τώρα κλαίω γι’ αυτό που χάθηκε και δεν το ξέρω

Κι ούτε που θέλω να το μάθω – είμαι πλήρης.

 

Σκοτάδι αστραφτερέ καθρέφτη μου   Μέσα σου ανοίγονται χιλιάδες δρόμοι

Μες στο στομάχι σου ήχοι και χρώματα όλα χωνεύονται

Μέσα σου λιώνω εξαχνούμαι χάνομαι   Σκοτάδι εκτυφλωτικό μου φως

Είσαι το σύμπαν πριν τη γέννηση και μετά θάνατον

Άρα είσαι το σύμπαν και εν ζωή    μέσα σου χάνομαι

Είσαι το τίποτα γυμνό και είμαι το τίποτα

Μέσα σου χάνομαι

 (ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ από την ομότιτλη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη που σε πρώτη έκδοση κυκλοφόρησε το 1977 με εισαγωγικό ποίημα ΤΟ ΜΑΥΡΟ:

Το μαύρο είναι οι λέξεις που πέσανε η μια πάνω στην άλλη

Τα τυπωμένα ποιήματα το ένα πάνω στο άλλο

Κι όλο τα χρώματα που ζήτησαν εκεί το τελικό κρυσφύγετο.

Και άλλα ποιήματα από την ίδια συλλογή όπου ο Ποιητής

Έσκαψε τόσο μέσα του, που τέλος στο βάραθρο που ανοίχθηκε γκρεμίστηκε και πάει…]

 



ΠΕΡΠΑΤΗΣΑ ΩΣ ΕΚΕΙ (από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977)

Περπάτησα ως εκεί που το σκοτάδι

Πυκνό απ’ τα φώτα του ανοίγει σε σκοτάδι

Γύρω μου άνθρωποι και πράγματα κινούμενα

Η σκέψη το πεπιεσμένο σύμπαν.

 

Περπάτησα εγώ μ’ εμένα μέσα μου

Μια βουερή ψυχή σ’ απέραντη ερημία

Ακούγοντας μονάχα το υπερβατικό τικ-τακ

Στις φουσκωμένες φλέβες του αέρα.

 

Είμ’ ένας ούριος άνεμος λοιπόν κι ένα καράβι

Κι ίσως μια ύπαρξη προτού να υπάρξει

Μπορεί η νεκρική πομπή μιας ύπαρξης

Ή ένα μισοτελειωμένο ποίημα

Που αδιαφορεί για το ταξίδι του στο μέλλον

 

Απάνω τσέμπαλα και υπερούσια ντραμς

Ο θόρυβος των μακρινών κι απρόσιτων.

 

Να δεις:

Η αιωνιότητα πεθαίνει από ανία

Έχοντας ξεπεράσει τον εαυτό της χρόνο

Δεν έχει φόβους να τη ζουν δεν έχει εκπλήξεις

Ούτ’ ένα θάνατο που να τη συντηρεί.

 

Όμως εγώ;

Θα περπατήσω μέχρι εκεί που το σκοτάδι μου

Θα ορμήσει σε σκοτάδι

Βουτώντας μ’ υπερκόσμια χαρά στο ουράνιο έρεβος

Που ίσως είναι το καράβι που είμαι εγώ με ούριο άνεμο

Ίσως οι λέξεις μυστικός,

νεκροταφείο

ή τίποτα.

 

Όμως η λέξη μυστικός δεν είναι λέξη·

Είναι μια μαύρη κασετίνα – μια υποχώρηση.

 

Και τα νεκροταφεία – βέβαια - είναι νεκροταφεία

Κι ας λεν οι άλλοι ότ’ είν’ αεροδρόμια.

 

ΠΟΙΟΣ ΕΡΧΕΤΑΙ

Μια νύχτα κατεβαίνει απ’ τα μαλλιά σου

-Ή να ’ναι η νύχτα που τινάζει τα μαλλιά της

Μπρος στον αστραφτερό καθρέφτη του άδειου της

Τη σκονισμένη τζαμαρία του σκοταδιού της;

 

Ποιος έρχεται

Ένας άγγελος με ρούχα χειμωνιάτικα

Κρυώνει αφάνταστα μες στη φυτεία των άστρων

Ποιος έρχεται

Ο άδολος Ιησούς που πίστεψε στο θαύμα

Κι έγινε είδωλο στο πάλκο του ουρανού

Τρελά τηλέφωνα  χτυπούν απ’ το υπερπέραν

Εμπρός - εμπρός δεν απαντάει κανείς

Απόψε είν’ όλα έρμαια μιας ερήμωσης

Τα πράγματα ασυνείδητα στον παγερό τους ύπνο

Οι λάμπες πάνω αδιάφορες ψεκάζοντας το φως τους

Κι οι άνθρωποι κάτω απ’ τη γη:

Θηλάζοντας ναρκωτικά του φόβου τους

Ανοίγοντας ανύπαρκτες στοές προς τα πιο πέρα

Κοιτάζοντας με τυφλωμένα μάτια τα επικείμενα.

 

Και τα μαλλιά σου από αέρα βρόμικο

Κι εσύ αγέννητη στον γαλαξία του χρόνου.

 

Κι αυτά και τ’ άλλα όλα χωνεμένα

Μες στην απάνθρωπη ευαισθησία του ποιητή

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977]

 

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΤΑΞΙΔΙ (από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977)

Το πούλμαν προχωράει βουίζοντας

Αλέθοντας τα δευτερόλεπτα σ’ αέρινα άλευρα

 

Τέρας μου μυθικό

Ό,τι φοβάμαι κι ό,τι σέβομαι είσ’ εσύ

Πού καταπίνεις τις λευκές γραμμές

Στη λυσσασμένη άσφαλτο –

Η νύχτα ενσαρκώνοντας τον έναστρο χρόνο.

 

Ετούτη η λεωφόρος προεκτείνεται

Σε μια γραμμή χαμένη στο αχανές

Γύρω οι σφαίρες και μικροί πλανήτες παίζοντας –

Η νύχτα ενσαρκώνοντας τον έναστρο χρόνο.

 

Τρέχω με ιλιγγιώδη ακινησία προς το μέλλον

Στα μακριά μαλλιά μου σύννεφα κι αστέρια

Σίφουνας οι αιώνες μέσα μου περνάνε

Παγωμένο ρεύμα –

Πλάι μου επιβάτες κοιμισμένοι πάνε.

 

Η ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ

Τίποτα - τίποτα από σένα πια ουρανέ

Απ’ όπου πιάστηκα γκρεμίστηκα με κρότο

Απ’ την αέρινη σκεπή σου με τα όστρακα

Τη σκουριασμένη αρμαθιά των άστρων σου·

Ένα φεγγάρι δυσανάλογο ανατέλλει μέσα μου

Ογκώνεται επικίνδυνα στις κορυφογραμμές μου

Θα βγει πανσέληνος συντρίβοντάς με.

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977]

 

ΤΟ ΠΑΡΤΥ  (από την συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977)

Γη νύχτα ανάσκελα σ’ ένα τσουβάλι άστρα

Καπνίζοντας τη μοίρα μου βαρύ τσιγάρο

Και διόλου ελπίζοντας πως θα φανεί το θαύμα

Γυρνάω και φτύνω τον αμείλικτο ουρανό

Καθώς θα έφτυνα ιερό σκουλήκι.

 

Ουρανέ - ουρανέ άκου τη σκέψη μου

Είσαι το αντίστροφο κρεβάτι ενός πορνείου

Είσαι το άχρηστο κρανίο ενός νεκρού.

 

Κανείς δεν μ’ απαντάει κανείς δεν μ’ άκουσε

Νιώθω πως είμαι ο αμνός της μοναξιάς

Η ευδαιμονία του κενού με συγκλονίζει.

 

Α ουρανέ - ουρανέ η στέγη τρύπησε

Τα κεραμίδια σου γκρεμίστηκαν με κρότο

Οι τρομαγμένες γάτες σου πεθαίνουνε απ’ την πείνα.

 

Ποιο χέρι θα σε συγκρατήσει απ’ την απώλεια

Ποιο δυνατό σφυρί θα σε καρφώνει ακλόνητα·

Στο ύπαιθρο στο δροσερό χορτάρι στην ερμιά

Σηκώνομαι και παίζω πιάνο με διαβολεμένο κέφι

Η μουσική καπνός γεμίζει την ατμόσφαιρα

Τα δυνατά ποτά και ο χορός ο αέρινος

Κοίτα οι δυνάμεις σου βουβαίνονται μπροστά μου

 

Παλιό μου ίνδαλμα

κι ύστερα φίλε

και τώρα απόβλητε

Αυτό το πάρτυ θα ’ναι προς τιμήν σου

 

Η ΑΠΟΓΕΙΩΣΗ

Είσαι στο βάθος και σ’ ακούω που τραγουδάς

Είν’ η σπασμένη η ξεχασμένη πια φωνή σου.

Τις νύχτες έρχεσαι στον ύπνο μου αγρυπνάς

Χτυπούν οι έλικες στην απογείωσή σου.

 

Σε σάπιο φως πετούν πουλιά που είχα πολύ

Στον πρώτο θάνατο στην πρώτη μου ζωή αγαπήσει.

Κι είσαι κι εσύ μαζί μ’ αυτά η ανατολή

Που είχα ελπίσει πίσω από τη δύση.

 

Αφρός σκοτάδι κι αίμα χύνεται απ’ το φως

Χύνεται ο ήλιος κάποτε που λιώνει.

Στις ζωηρές φωνές μας ο καιρός είναι κουφός

Και κάθε ποίημα αρχίζει και τελειώνει.

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977]

 

Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ (από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977)

Τώρα που ο κόσμος τρύπησε

κι απ’ την πληγή του στάζει ο καιρός.

 

Αν σ’ αγαπώ είναι που σ’ αγαπώ στον πόνο σου

Αν σε μισώ είναι που με τυφλώνει ο πόνος μου

Η απελπισία μου

Τινάζεται τη νύχτα απ’ το σκοτάδι της

Και σπαρταράει με θόρυβο ερπετού

Μέσα στην κάμαρα

Τέρας οικόσιτο προκατακλυσμιαίο

Που βγαίνει απ’ την κοιλιά μου  και σεληνιάζεται

Σφαδάζοντας στο δάπεδο –

Η απελπισία μου στριγγλίζει με ψιλή φωνή:

Εσύ   εσύ   εσύ   εσύ

εσύ

εσύ

και η μοναξιά του χρόνου.

 

ΑΕΡΙΝΟ ΑΠΕΙΡΟ

Απόψε τρεις τη νύχτα επιστρέφοντας

Μυρίζοντας οινόπνευμα καπνίζοντας απανωτά τσιγάρα

Και προσπαθώντας να περάσω τον βρεμένο δρόμο

Πλατύ ποτάμι με πιράνχας που ορμούν σφυρίζοντας.

 

(Αυτή η ευθεία  βγάζει προς το σπίτι μου

Ετούτη η νύχτα είν’ η δροσιά του κόσμου

Η γη είναι γη

Το σύννεφο είναι σύννεφο

Η μέσα όψη των πραγμάτων είναι η ποίηση

Κι όλα μαζί το απόπληκτο χαμόγελο

Στο ανελέητο χιούμορ του παντός)

 

Τι θέλω εγώ σ’ αυτό το αέρινο άπειρο

Χωρίς ιδέες χωρίς σκοπό χωρίς ταυτότητα

Και γύρω άνθρωποι μια μυρμηγκιά στρίβοντας δρόμους

Σέρνοντας  ένα ψόφιο ψάρι την ψυχή τους

Με το πιο στέρεο βήμα που ’χω δει

Μπαίνοντας βγαίνοντας σε σπίτια αιωνιότητας

Κι εγώ

Τι θέλω εδώ χωρίς τη γλώσσα μου

Χωρίς τη στοιχειώδη μνήμη

Αν θα πεινάσω κάποτε

Δεν θα μπορώ να θυμηθώ να πω ψωμί

Και θα πεθάνω.

 

Απόψε τρεις τη νύχτα επιστρέφοντας

Χάνω τον κόσμο ακουμπάω στον τοίχο

Περίεργος στέκομαι κοιτάω τα πέριξ.

 

Θέλω να πω:

Φεγγάρι είσαι το φως που έπηξε

Μια παγωμένη πέτρα.

Η σκέψη με ταράζει μ’ αναστάτωσε·

Πώς θα μιλήσω ανύπαρκτος στο ανύπαρκτο φεγγάρι

Με λέξεις ζώσες και υπαρκτές

Ζαλίζομαι.

 

Τότε ανοίγοντας το στόμα με μεγάλη δύναμη

Δαγκώνω το λειψό φεγγάρι

Το μάσησα με λύσσα κι ονομάζοντάς το

Το ’φτυσα πίσω στον βαθύ ουρανό.

 

Εκεί για πάντα πια υπάρχει δισδιάστατο

Μες στον βαθύ τρισδιάστατο ουρανό

Και τη δικιά μου μονοδιάστατη ύπαρξη.

 

Ενώ το φως του στύλου απέναντι  (αν λέγεται έτσι)

Κοιτάζοντάς με αδιάφορα (ή με μικρή ειρωνεία)

Μαζεύει γύρω του τα έντομα και παίζει.

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977]

 

 

ΑΠΟΣΤΡΟΦΗ (από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977)

                   1

Κατρακυλώντας απ’ τη μήτρα που ’ταν κάποτε ο καιρός

Και τώρα ο τόπος.

 

(Ο άγγελος, με καγχασμούς σαρδόνιους

Με φοβέρες)

 

Ωραία μου απογέματα γλυκά δειλινά

Τα πρωινά μετέωρα στο στομάχι

Δρόμοι - δρόμοι

Μεσάνυχτα γυρνώντας

Τρεις και τέσσερις

Ανάβοντας το κάρβουνο της νύχτας

Στο φεγγάρι

Ανάλαφρα απογέματα βαριά δειλινά

Αλλάζοντας το σύννεφο σε πέτρα

Φώτα κι άνθρωποι

Τηλέφωνα χτυπούν φωνές που αγάπησα

Ο δαίμονας με κάτασπρα φτερά

Η πτήση που έγινε

Η πτώση κάποτε

Γυαλιά που σπάζουν και καθρέφτες που γελούν

Παίρνουν φωτιά μες στα συρτάρια τα χαρτιά

Καπνίζουν.

                   2

Έκαψα γράμματα κάηκαν φίλοι

Φίλοι που πέσαν και σκοτώθηκαν

Κι άλλοι που δεν πέσαν και που θα

Κι αυτοί που ξέχασαν το δρόμο του σπιτιού τους

Γυρίζοντας ακόμα στα παλιά

Κι εκεί που ανοίγοντας την πόρτα βρήκαν το άπειρο

Ένα σκοτάδι πιο λαμπρό τους οδηγούσε.

                   3

Νύχτα στα όνειρα

Αλλάζοντας πλευρό ζωή και σώμα

Σ’ ένα ανοιχτό λιβάδι πράσινο καλπάζει

Και δεν το βλέπω

Το ζώο που είμαι εγώ και που το ζήλεψα

Τρέχοντας πέρ’ από το φως περ’ απ’ την άνοιξη

Πέρ’ από μένα κι απ’ τον τόπο μου πέρ’ απ’ το πέρα

Το ζώο το άγνωστο το εγώ και που το ζήλεψα

-Σκίζοντας άξαφνα το φόντο του ονείρου

                   4

Γεμάτα απογέματα

Δειλά δειλινά

Ωραίες μου ώρες

Στρέφω σε σας σας αγαπώ σας αποστρέφομαι

Γωνιές που βρίσκω στο μυαλό μου

Γειτονιές

Άλση που ρίξανε

Τις ρίζες τους στο αίμα μου και ρούφηξαν

Και τώρα να

Έχω γεμίσει με πουλιά

Και μ’ αυτοκίνητα

Με διακλαδώσεις δρόμων και ριζών

Και να που έλιωσα

Και να που λιώσαν όλα και βουλιάξανε

Και λέω Εγώ και είναι Εδώ

Και στ’ όνομά μου πινακίδες και αριθμοί.

                   5

Κατρακυλώντας απ’ τη μήτρα που ’ταν κάποτε ο καιρός

Και τώρα ο τόπος

 

Πλάνες ωδές πλανόδιων ποιητών

Και μια εποχή καρφωμένη.

 

Κάνοντας εμετό όλα όσα έζησα

Ένα χυδαίο εμετό που κατακλύζοντας

Τις πόλεις που έζησα τους δρόμους που είδα

Ένα ποτάμι ένας πολτός αχνίζοντας

Ωραίες μου ώρες γλυκά απογέματα

Σας αποστρέφομαι σας αγαπώ σας δίνομαι

Ένα χυδαίο εμετό μέχρι θανάτου

 

ΕΜΠΡΗΣΤΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ

Τάφοι - φυτά που φυτρώνουνε μέσα μου

Και περιμένω τον καιρό που θα καρποφορήσουν

Ό,τι ρουφάει η ζαρωμένη ρίζα τους

Στις σπηλιές και στις λάσπες του νου μου

 

Προκαλώ τη φθορά μου κι εγώ

Προκαλώ τη φθορά μου καιγόμενος

Καίγοντας

Κίτρινα φύλλα παλιών ποιητών

Κι ό,τι άλλο αγάπησα

Στην πρώτη περίοδο του μίσους.

 

Άκου βαθιά τη φωνή των φλεβών μας·
Σφαίρες κυκλοφορούν στο αίμα
Κι εκπυρσοκροτήσεις σ' ένα μέλλον άδηλο
Που σφίγγεται πίσω απ' τα κάγκελα του θυμωμένου χρόνου.
Λέω: ν' ανοίξουμε τη στρόφιγγα
Κι οι μεθυσμένοι στίχοι μας να γίνουν το στουπί
Για μια πυρκαγιά στα παράνομα στέκια
Στους δηλητηριώδεις ουρανοξύστες του πνεύματος.

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977]

 

ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ ΠΟΥ ΠΕΡΑΤΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΚΟΨΗ ΤΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΜΟΥ (και κινδυνεύεις σ’ έναν κόσμο που δεν ξέρω, σε μια ετοιμόγεννη εποχή που με παραμονεύει):

Ανοίγοντας τη μουσική στα δυο για να χωρέσεις   Για να σηκώσεις μια σημαία δυσανάλογη   Πάνω στη σφαίρα μιας ζωής που δε σ’ ανήκει·   Ποιος είσαι εσύ   Εσύ που γνώρισες το φύλλο το χλωρό   Κάτω απ’ τον ήλιο πριν αιώνες   Που ανάσαινες τόσο σκοτάδι   Για το μέλλον σου    Ποτέ δε μου δόθηκες   Και δε θα σου δοθώ   Καθώς σε μένα τίποτα δε δόθηκε   Κι ούτε μπορούσε να δοθεί ακόμη κι αν υπήρξε.   Τόσα πηγάδια τόσες μέρες   Πώς δεν γέμισαν!   Τόση ομορφιά τόσες παγίδες   Πώς μου ξέφυγαν!   Πώς μπορώ μέσα στα χρόνια των ωρών μου   Να συνταχθώ μ’ ένα ωραίο ψέμα,   Και κινδυνεύω σ’ έναν κόσμο που δεν ξέρω  Σε μια ετοιμόγεννη εποχή που με παραμονεύει (ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1977)

Δευτέρα, 23 Νοεμβρίου 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ